- ενακισχίλιοι
- ἐνακισχίλιοι, αι, -α, ιων. τ. εἰνακισχίλιοι (Α)εννέα χιλιάδες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνακισχίλιοι — nine thousand masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνακισχιλίων — ἐνακισχίλιοι nine thousand fem gen pl ἐνακισχίλιοι nine thousand masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰνακισχίλια — ἐνακισχίλιοι nine thousand neut nom/voc/acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰνακισχίλιοι — ἐνακισχίλιοι nine thousand masc nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνακισχιλίοις — ἐνακισχίλιοι nine thousand masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνακισχιλίους — ἐνακισχίλιοι nine thousand masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνακισχίλια — ἐνακισχίλιοι nine thousand neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εινακισχίλιοι — βλ. ενακισχίλιοι … Dictionary of Greek
εννακισχίλιοι — ἐννακισχίλιοι, αι, α (AM) ενακισχίλιοι* εννέα χιλιάδες … Dictionary of Greek
εννεακισχίλιοι — ες, α (AM ἐννεακισχίλιοι, αι, α, Α και ἐνακισχίλιοι, αι, α) εννέα χιλιάδες … Dictionary of Greek